Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μειοψηφικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μειοψηφικ|ός <-ή, -ό> [miɔspifiˈkɔs] ΕΠΊΘ

μειοψηφικός
Minderheits-
μειοψηφικός μέτοχος

Παραδειγματικές φράσεις με μειοψηφικός

μειοψηφικός μέτοχος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский