Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καθορίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καθορί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kaθɔˈrizɔ] VERB μεταβ

1. καθορίζω (προσδιορίζω):

καθορίζω

2. καθορίζω (χαρακτηρίζω, δηλώνω):

καθορίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский