Ελληνικά » Γερμανικά

I . καθόσον [kaˈθɔsɔn] ΕΠΊΡΡ (σύμφωνα με ό,τι)

II . καθόσον [kaˈθɔsɔn] ΣΎΝΔ (επειδή)

καθόσον
da
καθόσον

Παραδειγματικές φράσεις με καθόσον

καθόσον αφορά το
καθόσον ξέρω/γνωρίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский