Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θερμότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θερμότητα [θɛrˈmɔtita] SUBST θηλ

1. θερμότητα (μέτρια):

θερμότητα
Wärme θηλ
θερμότητα ακτινοβολίας
θερμότητα αντίδρασης ΧΗΜ
θερμότητα απορρόφησης
ειδική θερμότητα ΦΥΣ
θερμότητα εξάτμισης
θερμότητα εξουδετέρωσης
θερμότητα ιοντισμού
θερμότητα Joule
Joulesche Wärme θηλ
θερμότητα καύσης
μοριακή θερμότητα
λανθάνουσα θερμότητα
latente Wärme θηλ
θερμότητα προσρόφησης
πυρηνική θερμότητα
nukleare Wärme θηλ
θερμότητα συμπίεσης
θερμότητα συσσωμάτωσης
θερμότητα σώματος
Körperwärme θηλ
θερμότητα τήξης
Schmelzwärme θηλ
θερμότητα υγροποίησης
θερμότητα ψύξης
Wärmeverlust αρσ

2. θερμότητα (υψηλή):

θερμότητα
Hitze θηλ

3. θερμότητα μτφ (εγκαρδιότητα):

θερμότητα
Wärme θηλ
θερμότητα
Herzlichkeit θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με θερμότητα

θερμότητα θηλ ιοντισμού
θερμότητα ακτινοβολίας
θερμότητα αντίδρασης ΧΗΜ
θερμότητα απορρόφησης
θερμότητα εξάτμισης
θερμότητα εξουδετέρωσης
θερμότητα ιοντισμού
θερμότητα Joule
θερμότητα καύσης
μοριακή θερμότητα
λανθάνουσα θερμότητα
θερμότητα προσρόφησης
πυρηνική θερμότητα
θερμότητα συμπίεσης
θερμότητα συσσωμάτωσης
θερμότητα σώματος
θερμότητα τήξης
θερμότητα υγροποίησης
θερμότητα ψύξης
ακτινοβόλος θερμότητα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский