Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαστέλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δι|αστέλλω <-έστειλα, -αστάλθηκα, -ασταλμένος> [ðiaˈstɛlɔ] VERB μεταβ

2. διαστέλλω (αυξάνω τον όγκο):

διαστέλλω

Παραδειγματικές φράσεις με διαστέλλω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский