Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαίσθηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαίσθησ|η <-εις> [ðiˈɛsθisi] SUBST θηλ

1. διαίσθηση (ευαισθησία στην κατανόηση με τις αισθήσεις):

διαίσθηση
Gespür ουδ

2. διαίσθηση (κατανόηση με το υποσυνείδητο):

διαίσθηση
Intuition θηλ
κάνω κάτι από διαίσθηση

Παραδειγματικές φράσεις με διαίσθηση

κάνω κάτι από διαίσθηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский