I. zavlé|či <-čem; zavlekel> ΡΉΜΑ στιγμ μεταβ
zavleči στιγμ od zavlačevati II.:
II. zavlé|či ΡΉΜΑ στιγμ αυτοπ ρήμα zavléči se
I. zavlač|eváti <zavlačújem; zavlačevàl> ΡΉΜΑ εξακολ αμετάβ
II. zavlač|eváti ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.