zaslòn <zaslôna, zaslôna, zaslôni> ΟΥΣ αρσ
I. zaslíš|ati <-im; zaslišal> ΡΉΜΑ στιγμ μεταβ
II. zaslíš|ati ΡΉΜΑ στιγμ αυτοπ ρήμα
zasliš|eváti <zaslišújem; zasliševàl> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ
zaslíšan|ec (-ka) <-ca, -ca, -ci> ΟΥΣ αρσ (θηλ)
zasílno ΕΠΊΡΡ
2. zasilno (delno):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.