στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
suggestivo [suddʒesˈtivo] ΕΠΊΘ
1. suggestivo (che sollecita emozioni):
2. suggestivo (affascinante):
- suggestivo ipotesi
-
στο λεξικό PONS
suggestivo (-a) [sud·dʒes·ˈti:·vo] ΕΠΊΘ μτφ (paesaggio, spettacolo)
- suggestivo (-a)
-
-
- un'immagine suggestiva
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.