στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
succulento [sukkuˈlɛnto] ΕΠΊΘ
1. succulento (ricco di succo):
2. succulento (gustoso):
- succulento pasto, frutto, cucina
-
- succulento pasto, frutto, cucina
-
3. succulento ΒΟΤ:
- succulento pianta
-
στο λεξικό PONS
succulento (-a) [suk·ku·ˈlɛn·to] ΕΠΊΘ (cibo)
- succulento (-a)
-
- succulent steak, fruit
- succulento, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.