I. storpiato [storˈpjato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
storpiato → storpiare
II. storpiato [storˈpjato] ΕΠΊΘ
I. storpiare [storˈpjare] ΡΉΜΑ μεταβ
II. storpiarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.