στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
sonnolento [sonnoˈlɛnto] ΕΠΊΘ
1. sonnolento (assonnato):
2. sonnolento (poco vivace) μτφ:
- sonnolento cittadina
-
- sonnolento cittadina
-
3. sonnolento (che induce sonno):
στο λεξικό PONS
sonnolento (-a) [son·no·ˈlɛn·to] ΕΠΊΘ
- sonnolento (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.