I. salottiero [salotˈtjɛro] ΕΠΊΘ
1. salottiero:
- salottiero attrib.
-
2. salottiero (frivolo):
- chiacchiere salottiere
-
II. salottiero (salottiera) [salotˈtjɛro] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- salottiero (salottiera)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.