στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. neutro [ˈnɛutro] ΕΠΊΘ
3. neutro:
- neutro ΧΗΜ, ΗΛΕΚ, ΦΥΣ conduttore, colore, soluzione, reazione
-
4. neutro ΓΛΩΣΣ:
- neutro pronome, genere
-
5. neutro ΖΩΟΛ:
- neutro insetto
-
- in territorio neutro
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.