στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
irripetibile [irripeˈtibile] ΕΠΊΘ
1. irripetibile (non ripetibile):
2. irripetibile (molto volgare):
στο λεξικό PONS
irripetibile [ir·ri·pe·ˈti:·bi·le] ΕΠΊΘ
1. irripetibile (momento, esperienza):
2. irripetibile (frase, insulto):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.