στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
ipotetico <πλ ipotetici, ipotetiche> [ipoˈtɛtiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
1. ipotetico (ipotizzabile):
2. ipotetico ΓΛΩΣΣ:
στο λεξικό PONS
ipotetico (-a) <-ci, -che> [i·po·ˈtɛ:·ti·ko] ΕΠΊΘ
1. ipotetico (caso, ragionamento, successo):
- ipotetico (-a)
-
2. ipotetico ΓΛΩΣΣ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.