I. impasticcato [impastikˈkato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
impasticcato → impasticcarsi
II. impasticcato [impastikˈkato] ΕΠΊΘ οικ
1. impasticcato (con medicine):
2. impasticcato (fatto di acido):
III. impasticcato (impasticcata) [impastikˈkato] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
impasticcarsi [impastikˈkarsi] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ
1. impasticcarsi (con medicine):
2. impasticcarsi (drogarsi):
 
 PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.