στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. documentario <πλ documentari, documentarie> [dokumenˈtarjo, ri, rje] ΕΠΊΘ
1. documentario (relativo a documenti):
2. documentario (informativo):
II. documentario <πλ documentari, documentarie> [dokumenˈtarjo, ri, rje] ΟΥΣ αρσ
-
- documentary su: about, on
στο λεξικό PONS
documentario <-i> [do·ku·men·ˈta:·rio] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- travelog TV