στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. disilluso [dizilˈluzo] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
disilluso → disilludere
II. disilluso [dizilˈluzo] ΕΠΊΘ
disilluso persona:
- disilluso
-
- disilluso
-
I. disilludere [dizilˈludere] ΡΉΜΑ μεταβ
II. disilludersi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
- disilludersi su qc
-
-
- disilluso
-
- disilluso
στο λεξικό PONS
-
- disilluso, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.