στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 I. astemio <πλ astemi, astemie> [asˈtɛmjo, mi, mje] ΕΠΊΘ
II. astemio (astemia) <πλ astemi, astemie> [asˈtɛmjo, mi, mje] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
στο λεξικό PONS
 
  
 II. astemio (-a) <-i, -ie> [as·ˈtɛ:·mio] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
-  astemio (-a)
-  
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
