I. allucinato [allutʃiˈnato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
allucinato → allucinare
II. allucinato [allutʃiˈnato] ΕΠΊΘ
III. allucinato (allucinata) [allutʃiˈnato] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
allucinare [allutʃiˈnare] ΡΉΜΑ μεταβ
allucinare [allutʃiˈnare] ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.