Oxford Spanish Dictionary
 
 traicionero (traicionera) ΕΠΊΘ
1. traicionero persona/acción:
-  traicionero (traicionera)
 -  
 
2. traicionero mar/carretera/tiempo:
-  traicionero (traicionera)
 -  
 
-  traicionero (traicionera)
 -  
 
 
 στο λεξικό PONS
 
 
 
 PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.