Oxford Spanish Dictionary
lenitivo1 (lenitiva) ΕΠΊΘ
- lenitivo (lenitiva)
- alleviating προσδιορ
- lenitivo (lenitiva)
-
- lenitivo (lenitiva)
- lenitive ειδικ ορολ
lenitivo2 ΟΥΣ αρσ
1. lenitivo ΙΑΤΡ (medicamento):
στο λεξικό PONS
lenitivo (-a) ΕΠΊΘ
- lenitivo (-a)
-
lenitivo (-a) [le·ni·ˈti·βo] ΕΠΊΘ
- lenitivo (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.