Oxford Spanish Dictionary
jeroglífico1 (jeroglífica) ΕΠΊΘ
- jeroglífico (jeroglífica)
-
jeroglífico2 ΟΥΣ αρσ
1. jeroglífico (escritura):
στο λεξικό PONS
jeroglífico ΟΥΣ αρσ
1. jeroglífico (signo):
2. jeroglífico (pasatiempo):
jeroglífico (-a) ΕΠΊΘ
- jeroglífico (-a)
-
-
- jeroglíficos αρσ πλ
jeroglífico [xe·ro·ˈɣli·fi·ko] ΟΥΣ αρσ
jeroglífico (-a) [xe·ro·ˈɣli·fi·ko, -a] ΕΠΊΘ
- jeroglífico (-a)
-
-
- jeroglíficos αρσ πλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.