Oxford Spanish Dictionary
jeroglífico1 (jeroglífica) ΕΠΊΘ
- jeroglífico (jeroglífica)
-
στο λεξικό PONS
jeroglífico ΟΥΣ αρσ
1. jeroglífico (signo):
- jeroglífico
-
jeroglífico (-a) ΕΠΊΘ
- jeroglífico (-a)
-
-
- jeroglífico αρσ
jeroglífico [xe·ro·ˈɣli·fi·ko] ΟΥΣ αρσ
jeroglífico (-a) [xe·ro·ˈɣli·fi·ko, -a] ΕΠΊΘ
- jeroglífico (-a)
-
-
- jeroglífico αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.