Oxford Spanish Dictionary
inédito (inédita) ΕΠΊΘ
1. inédito obra/autor:
- inédito (inédita)
-
2. inédito (nuevo, sin precedente):
- uncollected poems/letters
-
στο λεξικό PONS
inédito (-a) [i·ˈne·di·to, -a] ΕΠΊΘ (no publicado)
- inédito (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.