güevón (güevona) ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ (θηλ)
güevón → huevón
huevón2 (huevona) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. huevón χυδ, αργκ (imbécil):
huevón1 (huevona) ΕΠΊΘ
1. huevón οικ o vulgar αργκ (tonto, estúpido):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.