Oxford Spanish Dictionary
desértico (desértica) ΕΠΊΘ
1. desértico ΓΕΩΓΡ:
- desértico (desértica) zona/clima
- desert προσδιορ
- la superficie presentaba un aspecto desértico
-
2. desértico (vacío, despoblado):
- desértico (desértica)
-
-
- desértico
στο λεξικό PONS
desértico (-a) ΕΠΊΘ
- desértico (-a)
-
desértico (-a) [de·ˈser·ti·ko, -a] ΕΠΊΘ
- desértico (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.