Oxford Spanish Dictionary
convenio colectivo, convenio laboral ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
colectivo (-a) ΕΠΊΘ
2. colectivo (global):
- colectivo (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.