Oxford Spanish Dictionary
clandestino1 (clandestina) ΕΠΊΘ
I. clandestino2 (clandestina) ΟΥΣ αρσ (θηλ) οικ
- clandestino (clandestina)
-
II. clandestino ΟΥΣ αρσ
clandestino Χιλ (bar):
aborto clandestino ΟΥΣ αρσ
- las investigaciones detectaron la existencia de cuentas clandestinas
-
στο λεξικό PONS
clandestino (-a) ΕΠΊΘ
1. clandestino (secreto):
2. clandestino (ilegal):
clandestino (-a) [klan·des·ˈti·no, -a] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- cl
- cl.
- clac
- clamar
- clámide
- clandestinas
- clandestinidad
- clandestino
- clan escocés
- claque
- claqué