Oxford Spanish Dictionary
chato1 (chata) ΕΠΊΘ
1.1. chato nariz:
- chato (chata)
- snub προσδιορ
1.4. chato Περού οικ (bajo):
- chato (chata)
-
2. chato Ν Αμερ:
- chato (chata) nivel
-
- chato (chata) obra
-
chato3 (chata) ΟΥΣ αρσ (θηλ) Ισπ οικ
chato (apelativo) → chaval
chaval (chavala) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. chaval (niño):
- flat nose
- chato
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.