Oxford Spanish Dictionary
στο λεξικό PONS
carrasposo (-a) ΕΠΊΘ
1. carrasposo (ronco):
- carrasposo (-a)
-
2. carrasposo Κολομβ, Ισημερ, Ven (áspero):
- carrasposo (-a)
-
carrasposo (-a) [ka·rras·ˈpo·so, -a] ΕΠΊΘ Κολομβ, Ισημερ, Ven (áspero)
- carrasposo (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.