Oxford Spanish Dictionary
protestante ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ θηλ
- protestante
-
-
- protestante αρσ θηλ
-
- protestante
-
- de la clase privilegiada, blanca, anglosajona y protestante
-
- la supremacía protestante
στο λεξικό PONS
protestante ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ θηλ ΘΡΗΣΚ
- protestante
-
- Reforma Protestante
-
protestante [pro·tes·ˈtan·te] ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ θηλ ΘΡΗΣΚ
- protestante
-
-
- protestante αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- Reforma Protestante