Oxford Spanish Dictionary
agudo (aguda) ΕΠΊΘ
2.1. agudo:
2.2. agudo dolor:
2.4. agudo aumento/descenso:
3.1. agudo (perspicaz):
3.3. agudo:
στο λεξικό PONS
agudo (-a) ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.