I. φέρ|ω <-α, -θηκα, -μένος> [ˈfɛrnɔ] VERB μεταβ
II. φέρομαι VERB αυτοπ ρήμα
φέρομαι βλ φέρνω
I. φέρ|νω <-α, -θηκα, -μένος> [ˈfɛrnɔ] VERB μεταβ
1. φέρνω (έρχομαι με κάτι):
2. φέρνω (πηγαίνω και γυρίζω):
3. φέρνω (φτάνω με κάποιο δώρο):
4. φέρνω (πηγαίνω κάτι κάπου):
5. φέρνω (προκαλώ):
6. φέρνω (αποφέρω):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.