I. stark <stärker, stärkste> [ʃtark] ΕΠΊΘ
1. stark (kräftig):
3. stark (dick):
4. stark ευφημ (dick):
- stark
-
5. stark (Nerven, Herz):
- stark
-
6. stark οικ (großartig):
- stark
-
7. stark (Kaffee, Tee):
8. stark (Schnaps):
- stark
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.