βαρ|ύς <-ιά,-ύ> [vaˈris] ΕΠΊΘ
1. βαρύς μτφ:
2. βαρύς (ύπνος):
- βαρύς
-
3. βαρύς (άρωμα):
- βαρύς
-
4. βαρύς (χειμώνας):
- βαρύς
-
5. βαρύς ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.