deren [ˈdeːrən] ΔΕΙΚΤ ΑΝΤΩΝ PRON_REL
deren gen sg/pl von die:
I. der [deːɐ] ΆΡΘ
II. der [deːɐ] ΔΕΙΚΤ ΑΝΤΩΝ
III. der [deːɐ] PRON_REL
I. die [di(ː)] ΆΡΘ
II. die [di(ː)] ΔΕΙΚΤ ΑΝΤΩΝ
I. die [di(ː)] ΆΡΘ
II. die [di(ː)] ΔΕΙΚΤ ΑΝΤΩΝ
III. die [di(ː)] PRON_REL
I. die [di(ː)] ΆΡΘ def
2. die (θηλ, αιτ ενικ):
I. der [deːɐ] ΆΡΘ
II. der [deːɐ] ΔΕΙΚΤ ΑΝΤΩΝ
I. die [di(ː)] ΆΡΘ def
2. die (θηλ, αιτ ενικ):
Alexander der Große <-s des -n> SUBST αρσ ενικ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.