I. arg <ärger, ärgste> [ark] ΕΠΊΘ (schlimm)
Arg- und Wehrlosigkeit <-> SUBST θηλ ενικ ΝΟΜ
- Arg- und Wehrlosigkeit
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.