- griechisch
- ελληνικός
- ein griechischer Schriftsteller
- ένας Έλληνας συγγραφέας
- eine griechische Sängerin
- μια Ελληνίδα τραγουδίστρια
- griechisch-orthodox
- ελληνορθόδοξος
- Griechisch
- ελληνική γλώσσα θηλ
- Griechisch
- ελληνικά ουδ πλ
- Griechisch sprechen
- μιλώ ελληνικά
- er kann/lernt Griechisch
- ξέρει/μαθαίνει ελληνικά
- wie heißt das auf Griechisch?
- πώς λέγεται αυτό στα ελληνικά;
- was heißt das auf Griechisch?
- τι σημαίνει αυτό στα ελληνικά
- Griechisch
- μάθημα ουδ ελληνικών
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.