I. wohlwollend <wohlwollender, wohlwollendste> ΕΠΊΘ
- wohlwollend
-
- jdm wohlwollend gegenüberstehen
-
II. wohlwollend <wohlwollender, wohlwollendste> ΕΠΊΡΡ
- wohlwollend
-
- wohlwollend
-
Wohlwollen <-s; χωρίς πλ> ΟΥΣ ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.