I. hoffnungslos ΕΠΊΘ
- hoffnungslos Sache, Lage, Zustand
-
- hoffnungslos Sache, Lage, Zustand
-
II. hoffnungslos ΕΠΊΡΡ
1. hoffnungslos (ohne Hoffnung):
2. hoffnungslos (völlig):
- hoffnungslos veraltet, sich verlieben, sich verlaufen
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.