hartgefrorenπαλαιότ
hartgefroren → gefroren II.
I. gefroren [gəˈfroːrən] ΡΉΜΑ
gefroren μετ παρακειμ von frieren, gefrieren
II. gefroren [gəˈfroːrən] ΕΠΊΘ
I. frieren <fror, gefroren> [friːrən] ΡΉΜΑ αμετάβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.