ges. gesch.
ges. gesch. συντομογραφία: gesetzlich geschützt, → gesetzlich
I. gesetzlich ΕΠΊΘ
II. gesetzlich ΕΠΊΡΡ
- gesetzlich erlaubt, anerkannt, vorgeschrieben
-
- gesetzlich geschützt Markenname
-
- etw gesetzlich regeln
-
- etw gesetzlich verfügen
- décréter qc
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.