I. gegenwärtig [ˈgeːgənvɛrtɪç] ΕΠΊΘ
1. gegenwärtig προσδιορ:
3. gegenwärtig (lebendig, unvergessen):
- gegenwärtig sein Ereignisse, Vergangenheit:
-
II. gegenwärtig [ˈgeːgənvɛrtɪç] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.