I. engstirnig μειωτ ΕΠΊΘ
- engstirnig Person
-
- engstirnig Denken, Entscheidung
-
II. engstirnig μειωτ ΕΠΊΡΡ
- engstirnig handeln
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.