eG, e. G.
eG συντομογραφία: eingetragene Genossenschaft
EG2 ΟΥΣ ουδ
EG συντομογραφία: Erdgeschoss
ErdgeschossΜΟ ΟΥΣ ουδ
EG-Binnenmarkt [eːˈgeː-] ΟΥΣ αρσ χωρίς πλ ΙΣΤΟΡΊΑ
- EG-Binnenmarkt
-
EG-Haushalt [eːˈgeː-] ΟΥΣ αρσ ΙΣΤΟΡΊΑ
- EG-Haushalt
-
EG-Kommission ΟΥΣ θηλ χωρίς πλ ΙΣΤΟΡΊΑ
- EG-Kommission
-
EG-Ministerrat ΟΥΣ αρσ χωρίς πλ ΙΣΤΟΡΊΑ
- EG-Ministerrat
-
EG-Norm ΟΥΣ θηλ ΙΣΤΟΡΊΑ
- EG-Norm
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.