Unschuldige(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
I. unschuldig ΕΠΊΘ
II. unschuldig ΕΠΊΡΡ
1. unschuldig:
2. unschuldig (arglos):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Unschärfe
- unschätzbar
- unscheinbar
- unschicklich
- unschlagbar
- Unschuldige Unschuldiger
- Unschuldsbeteuerung
- Unschuldslamm
- Unschuldsmiene
- Unschuldsvermutung
- unschwer