Organ <-s, -e> [ɔrˈgaːn] ΟΥΣ ουδ
1. Organ ΑΝΑΤ:
- Organ
- organe αρσ
2. Organ μτφ (Institution, Einrichtung):
- ausführendes Organ
-
- beratendes Organ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.