I. matt [mat] ΕΠΊΘ
1. matt (kraftlos):
2. matt (schwach, energielos):
5. matt (undurchsichtig):
- matt Glühbirne
-
II. matt [mat] ΕΠΊΡΡ
1. matt (schwach):
- matt erhellen
-
2. matt (energielos):
- matt bestreiten, widersprechen
-
Matt <-s, -s> ΟΥΣ ουδ ΣΚΆΚΙ
- Matt
- mat αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.